δευτερεύοντες

δευτερεύοντες
δευτερεύω
to be second
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δευτερεύοντες πλανήτες — (Αστρον.). Άλλη ονομασία των δορυφόρων, δηλαδή των ουράνιων σωμάτων που περιφέρονται γύρω από ένα άλλο σώμα, τόσο μεγάλο ώστε το κέντρο μάζας του συστήματος να βρίσκεται μέσα στο μεγαλύτερο σώμα. Οι δ.π. ονομάζονται και σελήνες. Βλ. λ. δορυφόροι …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες …   Dictionary of Greek

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • Πριήνη — Αρχαία ελληνική πόλη στην Καρία της Μικράς Ασίας, κοντά στην ακτή, στους νότιους πρόποδες του όρους Μυκάλη. Τον 8o αι. π.Χ., η πόλη μπήκε στην ομοσπονδία των ιωνικών πόλεων και αργότερα πήρε μέρος στους πολέμους εναντίον των Περσών, οι οποίοι την …   Dictionary of Greek

  • Τρίτων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θαλάσσιο ον, γιος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης. Εκτός από τον Τ. υπήρχε και ολόκληρη κατηγορία Τριτώνων, δαιμόνων της θάλασσας, που αποτελούσαν μέλη της συνοδείας του Ποσειδώνα: παριστάνονταν με το κάτω… …   Dictionary of Greek

  • άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… …   Dictionary of Greek

  • έρως — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Γεννήθηκε από το Χάος και τη Γαία, όπως αναφέρει ο Ησίοδος στη Θεογονία του, ή κατ’ άλλους από τον Τάρταρο και τη Νύκτα. Τον θεωρούσαν τον ωραιότερο μεταξύ των αθάνατων θεών και τον φαντάζονταν ως παιδάκι (τον παρίσταναν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”